- σκληρομετρία
- η физ. склерометрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκληρομετρία — η, Ν βλ. σκληρομέτρηση … Dictionary of Greek
σκληρομετρικός — ή, ό, Ν [σκληρομετρία] 1. (γεωλ. φυσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκληρομετρία 2. φρ. α) «σκληρομετρική κλίμακα Μος» γεωλ. εμπειρική μέθοδος μέτρησης τής αντίστασης στη χάραξη ή την τριβή μιας ομαλής επιφάνειας) β) «σκληρομετρικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
σκληρομέτρηση — και σκληρομετρία, η, Ν φυσ. συνοπτική ονομασία τών μεθόδων μέτρησης τής σκληρότητας τών σωμάτων (α. «σκληρομέτρηση μετάλλων β. «σκληρομέτρηση ορυκτών» γ. «σκληρομέτρηση ξύλων») … Dictionary of Greek